- τηνεσμός
- ὁ, Αβλ. τεινεσμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηνεσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνεσμῷ — τηνεσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνεσμόν — τηνεσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… … Dictionary of Greek